- ἀωρόλειος
- ἀωρόλειοςunnaturally smoothmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αωρόλειος — ἀωρόλειος, ον (Α) 1. αφύσικα λείος, άτριχος (κυρίως για άντρες που έκαναν αποτρίχωση) 2. χωρίς γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άωρος (Ι) «άκαιρος, παράκαιρος» + λείος] … Dictionary of Greek
ἀωρόλειον — ἀωρόλειος unnaturally smooth masc/fem acc sg ἀωρόλειος unnaturally smooth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωρολείους — ἀωρόλειος unnaturally smooth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωρολείων — ἀωρόλειος unnaturally smooth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)